-
1 гимнастический
гимнастический γυμναστι κός· \гимнастический зал το γυμναστήριο· \гимнастическийие снаряды τα γυμναστικά όργανα· \гимнастическийие упражнения οι γυμναστικές ασκήσεις* * *гимнасти́ческий зал — το γυμναστήριο
гимнасти́ческие снаря́ды — τα γυμναστικά όργανα
гимнасти́ческие упражне́ния — οι γυμναστικές ασκήσεις
-
2 инвентарь
инвентарь м τα εργαλεία, τα σύνεργα" спортивный \инвентарь τα γυμναστικά όργανα* * *мτα εργαλεία, τα σύνεργαспорти́вный инвента́рь — τα γυμναστικά όργανα ν
См. также в других словарях:
ιπποδρόμιος — ο(ν) (ΑΜ ἱπποδρόμιος, ον) [ιππόδρομος] το ουδ. ως ουσ. το ιπποδρόμιο(ν) ο ιππόδρομος, χώρος προορισμένος για ιπποδρομίες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. το ιπποδρόμιο στεγασμένο αμφιθέατρο με κυκλική κονίστρα, στο οποίο γίνονται ακροβατικά γυμνάσματα… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek